Αμπού Μπακρ

Αμπού Μπακρ
(573 – Μεδίνα 634).Πρώτος Άραβας χαλίφης. Αρχικά έμπορος, έγινε οπαδός του Μωάμεθ, τον οποίο ακολούθησε κατά τη φυγή στη Μεδίνα και έγινε πεθερός του ύστερα από τον γάμο της κόρης του Αϊσά με τον Μωάμεθ. Μετά τον θάνατο του Προφήτη εξελέγη σχεδόν ομόφωνα διάδοχός του. Αφού κατέπνιξε διάφορες εξεγέρσεις, όπως αυτή των Βεδουίνων της Αραβίας, οδήγησε με επιτυχία τα μωαμεθανικά στρατεύματα στην κατάκτηση περιοχών της Περσίας και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, φέρνοντας σε δύσκολη θέση και τον στρατό του αυτοκράτορα Ηρακλείου (634), ενώ έφτασε μέχρι τη Δαμασκό. To έργο του συνέχισε ο διάδοχός του Ομάρ, που είχε ήδη αποκτήσει από την εποχή του Α.Μ. μεγάλη επιρροή. Στην ισλαμική παράδοση, ο Α.Μ. έχει πάρει τις διαστάσεις συμβόλου της αγάπης, της μετριοπάθειας και της σωφροσύνης. Σε αυτόν αποδίδονται πολλά αποφθέγματα πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • αλή — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ομάρ — I (και ορθότερα Όμαρ). Όνομα δύο μουσουλμάνων χαλιφών του 7ου και 8ου αι. 1. Ο. A’ ιμπν αλ Χαττάμπ, ο επιλεγόμενος αλ Φαράκ (= ο Συνετός). Ξάδελφος τρίτου βαθμού του Αμπνταλλάχ, πατέρα του Μωάμεθ, υπήρξε δεύτερος χαλίφης των μουσουλμάνων.… …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αβεμπάτσε — (Avempace, 11ος αι.).Ισπανοάραβας φιλόσοφος, επιστήμονας και ποιητής. Αν και έφτασε σε διάφορα υψηλά αξιώματα, τελικά έπεσε σε δυσμένεια για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Αργότερα τον προσέλαβαν ως γιατρό στα ανάκτορα του Φεζ, όπου κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • Μωαβίτες — Αρχαίος λαός εγκαταστημένος στο έδαφος του Μωάβ, ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας. Συγγενείς από εθνολογική και γλωσσολογική άποψη με τους Εβραίους, ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς από την εποχή της κατάκτησης της Παλαιστίνης: περίφημο είναι το βιβλικό …   Dictionary of Greek

  • σουννίτες — Όρος που προέρχεται από το αραβικό σούννα («παράδοση»), το οποίο χαρακτηρίζει την πλειονότητα των μουσουλμάνων, των «ορθόδοξων», σε αντίθεση με τους σχιίτες. Πράγματι, η διαφορά μεταξύ των δύο ρευμάτων βρίσκεται προπάντων στο γεγονός ότι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”